Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

για λίγο

  • 1 ненадолго

    ненадолго
    нареч γιά λίγο καιρό, γιά λίγο, γιά λίγη ὠρα:
    он уезжает \ненадолго φεύγει γιά λίγο καιρό.

    Русско-новогреческий словарь > ненадолго

  • 2 отойти

    отойду, отойдшь, παρλθ. χρ. отошл
    -шла, -шло, μτχ. παρλθ. отошедший,
    επιρ. μτχ. отойдя
    ρ.σ.
    1. απομακρύνομαι λίγο, αναμερίζω, παραμερίζω, κάνω λίγο πέρα•

    отойти от двери αναμερίζω από την πόρτα.

    || διανύω απόσταση•

    отойти два километра от города απομακρύνομαι δυό χιλιόμετρα από την πόλη.

    || φεύγω, αποχωρίζομαι (για λίγο).
    2. αναχωρώ, ξεκινώ, εκκινώ•

    поезд -шёл в три часа το τρένο έφυγε στις τρεις η ώρα.

    3. υποχωρώ οπισθοχωρώ•

    батальон -шёл на новые позиции το τάγμα υποχώρησε και κατέλαβε νέες θέσεις.

    4. αλλάζω θέση, κατεύθυνση μετακινούμαι, μετατοπίζομαι. || μτφ. παρεκκλίνω, ξεφεύγω•

    от темы απομακρύνομαι από το θέμα.

    5. εγκαταλείπω, αφήνω, παρατώ αποτραβιέμαι, ξεκόβω•

    отойти от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους•

    отойти от места αφήνω τη θέση.

    || παύω να ασχολούμαι, παρατώ.
    6. αποχωρίζομαι, ξεκολλώ, βγαίνω•

    штукатура -шла ο σοβάς έπεσε•

    обои -шли το τοιχόχαρτο ξεκόλλησε•

    отойти пятно на платье -шло ο λεκές στο φόρεμα βγήκε.

    8. συνέρχομαι, επανέρχομαι στα ίδια, στην προηγούμενη κατάσταση. || συνεφέρω, έρχομαι στα συγκαλά μου, συνέρχομαι. || ξεθυμώνω, ξεχολιάζω, περνά ο θυμός.
    9. περιέρχομαι, μεταπίπτω περνώ•

    дом -шёл к племинни-ку το σπίτι περιήλθε στον ανεψιό.

    || χρησιμοποιούμαι για κάτι.
    10. τελειώνω, πλησιάζω στο τέλος. || περνώ, ανήκω στο παρελθόν•

    мода -шла -η μόδα πέρασε•

    лето -шло το καλοκαίρι πέρασε.

    11. πεθαίνω, αποβιώνω.
    12. φεύγω, εγκαταλείπω, αφήνω•

    я от вас отойду εγώ θα φύγω από σας.

    εκφρ.
    отойти в вечность – α) μεθίσταμαι εις τας αιωνίους μονάς, πηγαίνω στον άλλο κόσμο, β) περνώ, εξαφανίζομαι χωρίς
    αφήσω ίχνη, εκλείπω μια για πάντα•
    отойти от господ (на волю) ή отойти на волюπαλ. απελευθερώνομαι, γίνομαι απελεύθερος•
    сердце отойдт; от сердца отойдт – (για θυμό)• θα του περάσει, θα ξεθυμώσει.

    Большой русско-греческий словарь > отойти

  • 3 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 4 ненадолго

    [νιναντόλγκα] εκίρ. για λίγο καιρό, για λίγο, για λίγη ώρα

    Русско-греческий новый словарь > ненадолго

  • 5 ненадолго

    [νιναντόλγκα] επίρ για λίγο καιρό, για λίγο, για λίγη ώρα

    Русско-эллинский словарь > ненадолго

  • 6 подержание

    -я ουδ: на подержание προσωρινά, για προσωρινή χρήση, για λίγο•

    дай мне на пальто δόσε μου για λίγο το πανωφόρι.

    Большой русско-греческий словарь > подержание

  • 7 короткий

    короткий κοντός, βραχύς σύντομος (краткий)' бег на \короткийие дистанции о δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας* на \короткийое время για λίγο καιρό
    * * *
    κοντός, βραχύς; σύντομος ( краткий)

    бег на коро́ткие диста́нции — ο δρόμος μικρών αποστάσεων, ο δρόμος ταχύτητας

    на коро́ткое вре́мя — για λίγο καιρό

    Русско-греческий словарь > короткий

  • 8 ненадолго

    Русско-греческий словарь > ненадолго

  • 9 поносить

    поносить I
    сов
    1. (одежду) φορώ γιά λίγο διάστημά
    2. (в руках) κρατώ γιά λίγο στά χέρια.
    поносить II
    несов (ὐ)βρίζω (ругать)/ κακολογώ, διασύρω,δυσφημώ (позорить).

    Русско-новогреческий словарь > поносить

  • 10 забежать

    -бегу, -бежишь, -бегут
    ρ.σ.
    1. μπαίνω μέσα τρέχοντας•

    волк в деревню -ал ο λύκος μπήκε στο χωριό.

    || μπαίνω για λίγο, επισκέπτομαι στα γρήγορα, στα πεταχτά•

    он никогда к нам не -ал δεν πέρασε ούτε και για λίγο ποτέ από το σπίτι μας•

    забежать в магазин πετιέμαι στο μαγαζί.

    2. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, αλαργεύω.
    3. προηγούμαι, προπορεύομαι, προτρέχω, προβοδίζω.
    εκφρ.
    забежать вперед – προτρέχω, προπορεύομαι• ξεπερνώ, υπερβάλλω.

    Большой русско-греческий словарь > забежать

  • 11 ненадолго

    επίρ.
    όχι επί μακρόν για λίγο χρόνο•

    ушл ненадолго έφυγε για λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > ненадолго

  • 12 залететь

    -лечу, -летишь
    ρ.σ.
    1. πετώ μέσα•

    бабочка -ла в комнату η πεταλούδα πέταξα μέσα στο δωμάτιο.

    2. πετώ μακριά ή ψηλά•

    аэроплан -ел за полярный круг το αεροπλάνο πέταξε πέρα από τον πολινιό κύκλο•

    залететь большую высоту πετώ πολύ ψηλά.

    3. προσγειώνομαι για•

    залететь за горючим προσγειώνομαι για ανεφοδιασμό σε καύσιμη ύλη.

    || μτφ. (απλ.) πετιέμαι, πηγαίνω κάπου στα γρήγορα, πεταχτά, για λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > залететь

  • 13 урвать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. урвэнный, βρ: -ван, -а, -о
    αποσπώ, παίρνω απότομα• αρπάζω. || μτφ. λαβαίνω•

    каждый хочет урвать свои долго καθένας θέλει να πάρει το μερίδιο του.

    || μτφ. (για χρόνο) εξο ικονομώ, εξευρίσκω•

    урвать свободную минуту для разговора εξοικονομώ ένα λεφτό για συνομιλία.

    αποσπώμαι, ξεκόβω, αποδεσμεύομαι•

    еле -лся из дома μόλις κατόρθωσα να αποσπαστώ για λίγο από το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > урвать

  • 14 прилечь

    прилечь
    сов πλαγιάζω, γέρνω λίγο, ξαπλώνω γιά λίγο.

    Русско-новогреческий словарь > прилечь

  • 15 пожевать

    ρ. σ.μ.
    1. μασώ για λίγο χρόνο.
    2. (απλ.) τρώγω λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > пожевать

  • 16 поклевать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поклванный, βρ: -ван, -а, -о.
    1. ραμφίζω όλο, όλα.
    2. ραμφίζω λίγο ή για λίγο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > поклевать

  • 17 приболеть

    ρ.σ. αρρωσταίνω λίγο ή για λίγο χρόνο.

    Большой русско-греческий словарь > приболеть

  • 18 за...

    (πρόθεμα)
    I.
    Μ’ αυτό σχηματίζονται ρήματα με τις εξής σημασίες:
    1. έναρξη, αρχή ενέργειας, δράσης: зааплодировать, запеть κλπ.
    2. επίτευξη αποτελάσματος της ενέργειας ή κατάστασης: завоевать, закрепить κλπ.
    3. (με το μόριο «ся» ή κ. χωρίς αυτό) πέρα από τα όρια: захвалить, закормить.
    4. (κατεύθυνση της ενέργειας) πίσω απο•

    завернуть за угол στρίβω πίσω στη γωνία.

    5. (κίνηση) πέρα, μακριά: завезти, загнать κλπ.
    6. (μπαίνω για λίγο, περνώ βιαστικά, στο πόδι)•

    забежать, занести κλπ.

    7. (ενέργεια μόνο κατά την επιφάνεια ή στην άκρη): запилить.
    II.
    Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημ. πέρα, αντίπερα, από πέρα, πέρα απο: заречье, заречный.

    Большой русско-греческий словарь > за...

  • 19 наезжать

    ρ.δ.
    βλ. наездить (3, 4 σημ.).
    ρ.δ.
    βλ. наехать (1, 2 σημ.).
    έρχομαι, επισκέπτομαι για λίγο. || παλ. επιτίθεμαι, εφορμώ (για ιππικό).

    Большой русско-греческий словарь > наезжать

  • 20 некоторый

    некотор||ый
    1. мест. κάποιος, τις:
    в \некоторыйых районах σέ μερικές περιοχές· с \некоторыйого времени ἀπό τίνος χρόνου, ἐδῶ καί κάμποσο καιρό· на \некоторыйое время γιά λίγο καιρό, ὁρισμένο διάστημα· до \некоторыйой степени ὡς ἕνα σημείο· \некоторыйым образом κατά κάποιο τρόπο·
    2. \некоторыйые мн. μερικοί:
    \некоторыйые из них μερικοί ἀπ' αὐτούς, μερικοί ἐξ, αὐτῶν.

    Русско-новогреческий словарь > некоторый

См. также в других словарях:

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»